-
1 εὐμεταχείριστος
εὐμετα-χείριστος, ον,A manageable, of persons, Isoc.Ep.2.20, Pl. Phdr. 240a, X.An.2.6.20; of things, Onos.6.5;λόγος-ότερος Isoc.Ep. 9.2
;σώματα εὐ. τῇ τέχνῃ Max.Tyr.10.3
;χρεία εὐ. πρὸς τὸ ζῆν Arist. Pol. 1257a37
.II in [voice] Act. signf., Adv.- τως handily, adroitly,τῇ ἀσπίδι χρῆσθαι Philostr.Gym.19
, cf. Eustr. in EN343.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐμεταχείριστος
См. также в других словарях:
ευμεταχείριστος — η, ο (ΑΜ εὐμεταχείριστος, ον) 1. (για πρόσ.) 1. αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται κάποιος εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος, αυτός που κυβερνιέται εύκολα, ο βολικός («οἱ δἐ ἄδικοι ἐπεβούλευον ὡς εὐμεταχειρίστῳ ὄντι», Ξεν.) 2. (για πράγματα) αυτός τον… … Dictionary of Greek